- ενθάλλω
- ἐνθάλλω (Α) [θάλλω]συνήθ. στη μτχ. παρακμ. ἐντεθηλώςαυτός που θάλλει, ο θαλερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek